χαμψί

χαμψί
το хамса, камса, анчоус

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "χαμψί" в других словарях:

  • χαμψί — και χαψί, το, Ν 1. ζωολ. κοινή ονομασία τού γάβρου 2. (ιδιωμ. στην Ποντιακή) κάθε μικρό ψάρι, ιδίως τών γλυκών νερών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. hamsi] …   Dictionary of Greek

  • χαψί — το, Ν βλ. χαμψί …   Dictionary of Greek

  • hamşiu — hamşíu ( íi), s.m. – Peşte, anşoa (Engraulis encrasicholus). – var. (h)amsi(e), (h)ampsi(e). ngr. χαμψί (Candrea; Scriban), cf. bg. hamsija (DAR). Trimis de blaurb, 17.11.2007. Sursa: DER …   Dicționar Român

  • χαψί — χαψί, το και χαμψί, το (λ. τουρκ.) το ψάρι γαύρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»